- τόκιον
- και τόκιν, τὸ, Α [τόκος]τόκος, γόνος, γέννημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόκια — τόκιον interest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυτόκιον — ὀξυτόκιον, τὸ (Α) φάρμακο που επιταχύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τόκιον (< τόκος), πρβλ. ωκυ τόκιον] … Dictionary of Greek
ἀτόκιον — ἀτόκιος causing barrenness masc/fem acc sg ἀτόκιος causing barrenness neut nom/voc/acc sg ἀ̱τόκιον , ἀτοκέω not to bring forth imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱τόκιον , ἀτοκέω not to bring forth imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀτοκέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροτόκιον — νεκροτόκιον, τὸ (Μ) το βρέφος που γεννήθηκε νεκρό, που υπέστη αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τόκιον (< τόκος < τίκτω)] … Dictionary of Greek
τόκιν — τὸ, Α βλ. τόκιον … Dictionary of Greek